- γοητεύτρια
- γοητ-εύτρια, ἡ,A sorceress, Eust.881.62.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γοητεύτρια — γοητεύτρια, η (Μ) [γοητεύω] μάγισσα … Dictionary of Greek
γοητεύτριαν — γοητεύτρια sorceress fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)